κακουργώ

κακουργώ
(AM κακουργῶ, -έω) [κακούργος]
κάνω κακούργημα, είμαι κακούργος, κάνω το κακό («ἀδικεῑν καὶ κακουργεῑν», Αριστοφ.)
νεοελλ.-μσν.
(για πληγές) κακοφορμίζω, χειροτερεύω
αρχ.
1. βλάπτω, επιφέρω βλάβη ή κακό, προκαλώ ζημία («ἵππος ἢν κακουργῇ», Ξεν.)
2. λεηλατώ και ερημώνω χώρα («κακουργεῑν τὴν Εὔβοιαν», Θουκ.)
3. παραποιώ, διαφθείρω («τοὺς νόμους κακουργῶν εἴληπται», Δημοσθ.)
4. φρ. α) «κακουργῶ ἐν τοῑς λόγοις» — αγωνίζομαι με σοφιστικά τεχνάσματα
β) «κακουργῶ τὸν λόγον» — καταστρέφω, χαλώ το επιχείρημα
γ) «εὗρέν τι κακουργηθέν» — βρήκε ότι διαπράχθηκε απάτη πάπ..

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακουργώ — κακούργησα, κάνω κακό και μάλιστα έγκλημα: Μη φωνάζεις έτσι, δεν κακούργησα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακουργῶ — κακουργέω do evil pres subj act 1st sg (attic epic doric) κακουργέω do evil pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακούργω — κάκουργος doing ill masc/fem/neut nom/voc/acc dual κάκουργος doing ill masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) κακοῦργος masc/fem/neut nom/voc/acc dual κακοῦργος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακούργῳ — κάκουργος doing ill masc/fem/neut dat sg κακοῦργος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακακούργητος — ἀκακούργητος, ον (AM) [κακουργῶ] μσν. 1. αυτός που δεν έχει υποστεί κακουργία 2. ο άδολος, ο απλός αρχ. ο αβλαβής …   Dictionary of Greek

  • κακοποιώ — (AM κακοποιῶ, έω) [κακοποιός] (μτβ. και αμτβ.) κάνω κακό, αδικώ, βλάπτω, κακουργώ («πλεῑστοι κλέπται κυπτάζειν καί κακοποιεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. βιάζω γυναίκα, ατιμάζω 2. φρ. «κακοποιώ την αλήθεια» ψεύδομαι, διαστρεβλώνω την αλήθεια νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • κακοπράσσω — (Μ) κακουργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + πράσσω] …   Dictionary of Greek

  • κακούργημα — το (AM κακούργημα) [κακουργώ] 1. μεγάλο και βαρύ έγκλημα («η πράξη του θεωρήθηκε κακούργημα») 2. απάνθρωπη πράξη μσν. αρχ. κακό έργο, κακό τέχνασμα, δόλος, απάτη («ἔτι τούτου μεῑζον κακούργημα θεάσασθε», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • κεκακουργημένως — (Α) επίρρ. με κακία, με κακούργο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκακουργημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κακουργώ «βλάπτω»] …   Dictionary of Greek

  • προσκακουργώ — έω, Α [κακουργῶ] βλάπτω επί πλέον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”